- λουκούμα
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια σαποτίδες και καλλιεργούνται στις τροπικές περιοχές για τους μεγάλους εδώδιμους πορτοκαλόχρωμους καρπούς τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lucuma < ισπ. lucuma].
Dictionary of Greek. 2013.